Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Πολιτισμικά και κοινωνικά ζητήματα των υπηρεσιών Web 2.0





Η ανάπτυξη του Διαδικτύου έχει ή αναμένεται να έχει σημαντική επίδραση σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η χρήση δικτύων επιτρέπει την πρόσβαση των χρηστών σε τεράστιες βιβλιοθήκες ιστορικού, πολιτιστικού και επιστημονικού περιεχομένου µε γραπτές, οπτικές και προφορικές πληροφορίες αλλά και τη συμμετοχή στις αγορές.
Η ισότιµη πρόσβαση και η εκμετάλλευση των ικανοτήτων των δικτύων από τους ενδιαφερόμενους χρήστες πρέπει να επιδιωχθούν και να εξασφαλισθούν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Η τεχνολογία δικτύων μπορεί να θεωρείται ως αιτία, αποτέλεσμα και δυναμική λύση σε πολλές νέες κοινωνικές αλλαγές και μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη δημιουργία κοινωνικής ευελιξίας που απαιτείται σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο σύγχρονο περιβάλλον. Η Κοινωνία της Πληροφορίας φαίνεται να διαμορφώνεται ως κοινωνία δικτύων και να διαδέχεται τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, που διαδέχθηκε µε τη σειρά της την αγροτική κοινωνία πριν από 250 έτη.
Αναντίρρητα, τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής διαδικτυακής γραφής είναι σημαντικά: διάρκεια, αποθήκευση, μετάδοση, διερεύνηση, ταξινόμηση, δικτύωση και συνεργατική δημιουργία (Dix et al., 1998). Στην εποχή της Πληροφορικής, η κοινωνία μετακινείται από την επεξεργασία υλικών στην επεξεργασία πληροφοριών. Οι υπολογιστές, ως μεμονωμένες οντότητες, επεξεργάζονται μεγάλα ποσά δεδομένων, αλλά οι εργασίες οργανώνονται και εκτελούνται µε τρόπο ανάλογο της σειράς παραγωγής. Η εργασία κατακερματίζεται σε απομονωμένες ειδικότητες, που γίνονται κατανοητές µόνο στα ανώτατα ιεραρχικά επίπεδα ενός οργανισμού. Οι πληροφορίες μεταβιβάζονται σύμφωνα με την αναγκαιότητα της γνώσης με τρόπο συγκεντρωτικό και παρεμβατικό, όπως αυτή καθορίζεται από τον προϊστάμενο διαχειριστή κάθε υπαλλήλου του οργανισμού (Hockey, 2000).
Οι Tapscott & Williams (2006) υπογραμμίζουν τις επερχόμενες μεταβολές που θα επιφέρει η κοινωνική δικτύωση. Υπογραμμίζουν τις αναλογίες που έχει το μοντέλο διαδικτυακής συνεργασίας με τις παλαιότερες εταιρικές πρακτικές για υπεργολαβία προβλημάτων για τα οποία δεν υπήρχε τεχνογνωσία ή οι απαραίτητοι πόροι. Πρακτικά, σημειώνουν η προσέγγιση είναι αντίστοιχη, μόνο που αυτή τη φορά η προσέγγιση αυτή είναι σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς φραγμούς στη ροή πληροφόρησης και χωρίς απαραίτητα καθορισμένη δέσμη κινήτρων (όπως πχ χρηματική αμοιβή) πέρα από αυτό της αναγνώρισης. Την ίδια στιγμή, σε αντιστοιχία με τη φιλοσοφία των εφαρμογών Web 2.0, οι καταναλωτές επηρεάζουν το σχεδιασμό νέων προϊόντων ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται το αίσθημα ‘συνδεσιμότητας’ των πολιτών με τις εταιρείες που υιοθετούν τις προσεγγίσεις αυτές.
Στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με το Διαδίκτυο οι αλλαγές είναι εμφανείς: Οι χρήστες αναλαμβάνουν δράση και από ‘καταναλωτές’ πληροφορίας μετασχηματίζονται (και) σε ‘παραγωγούς’. Ακόμη και σήμερα όμως η δράση της ‘παραγωγής’, δεν αφορά στο σύνολο των χρηστών. Σε ένα (διαδικτυακό) κοινωνικό σύστημα που διαμορφώνει για παράδειγμα ένα ιστολόγιο (blog) η συμπεριφορά των χρηστών φαίνεται να ακολουθεί μια κατανομή zipf: Ελάχιστοι χρήστες έχουν ένα πολύ υψηλό βαθμό δραστηριότητας ενώ η συντριπτική πλειοψηφία παρουσιάζει ελάχιστη ή και καθόλου δραστηριότητα. Η κατανομή αυτή φαίνεται να αποτυπώνεται στη σχέση 90-9-1 (Whittaker et al., 1998). To 90% των χρηστών παρουσιάζουν ελάχιστη ή και καμία δραστηριότητα δημιουργίας περιεχομένου, ένα 9% χαρακτηρίζεται από μέση συνεισφορά και το 1% παρουσιάζει έντονη συμμετοχή[1]. Αντίστοιχες αναλογίες διαπιστώνονται στο σύνολο των εργαλείων Web 2.0 θέτοντας μια σειρά από προβληματισμούς για το αν πραγματικά διαπιστώνεται ισοτιμία στην έκφραση ή εάν μια ‘ελίτ’ , διαδικτυακή αυτή τη φορά, αναδύεται εκ νέου. Αν και οι προβληματισμοί αυτοί δεν στερούνται βάσης, δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς στο περίγραμμα της διαπίστωσης ότι το σύνολο των εργαλείων αυτών δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας έκφρασης, έστω και ετεροβαρώς, έστω και με ανισότητες.
Ενώ η δικτυακή κοινωνία είναι οργανωμένη σε παγκόσμια κλίμακα, ούτε όλα τα εδάφη ούτε όλοι οι άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι σε αυτή. Όμως, όλες οι χώρες επηρεάζονται, διαμορφώνονται και εν τέλει κυριαρχούνται από τη λογική, τα συμφέροντα και τις διαμάχες της δικτυακής κοινωνίας (Κάστελς, 2005). Τα δίκτυα φαίνεται ότι είναι η οργανωτική μορφή της ζωής, περιλαμβανομένης της κοινωνικής ζωής. Φυσικά, γνωρίζουμε ότι η τεχνολογία δεν καθορίζει την κοινωνία. Η ερμηνεία της κοινωνίας με αποκλειστικό άξονα την τεχνολογική της διάσταση είναι απλουστευτική, ίσως και απλοϊκή. Όμως, χωρίς συγκεκριμένες τεχνολογίες, ορισμένες κοινωνικές δομές δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Για παράδειγμα, η βιομηχανική κοινωνία δεν θα είχε αναδυθεί χωρίς τον ηλεκτρισμό και τις ηλεκτρικές μηχανές (Ceruzzi, 2003).
Έτσι, μόνο στις διαμορφούμενες συνθήκες της υπολογιστικής τεχνολογίας μπορούν τα δίκτυα (μια πανάρχαια μορφή κοινωνικής οργάνωσης) να αντιμετωπίσουν τη θεμελιώδη αδυναμία τους: την ανικανότητά τους να διαχειριστούν συντονιστικές λειτουργίες πέραν ενός ορισμένου ορίου μεγέθους, πολυπλοκότητας και ταχύτητας. Το παράδειγμα της δικτυωμένης ηλεκτρονικής τεχνολογίας δίνει τη δυνατότητα στα δίκτυα να αναδιατάσσουν τους εαυτούς τους σε πραγματικό χρόνο, σε παγκόσμια-τοπική κλίμακα, και να διαπερνούν όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Γι’ αυτό, είναι ακριβέστερο να ειπωθεί ότι ζούμε σε μια δικτυακή κοινωνία, όχι σε μια κοινωνία της πληροφορίας ή της γνώσης. Και αυτό γιατί, αν με τους όρους κοινωνία της πληροφορίας ή της γνώσης νοούμε μια κοινωνία στην οποία η πληροφορία αποτελεί ουσιώδη πηγή πλούτου και ισχύος, αμφιβάλλω αν υπάρχει κοινωνία στην ιστορία η οποία διαφεύγει αυτού του χαρακτηρισμού. Αν με τον όρο κοινωνία της πληροφορίας, νοούμε μια κοινωνία στην οποία το τεχνολογικό παράδειγμα είναι το κυρίαρχο μέσο κοινωνικής οργάνωσης, τότε πράγματι συζητάμε με χαρακτηριστικούς και αντιπροσωπευτικούς όρους για την κοινωνία μας.
Ο Κάστελς (2005) συνοψίζει επτά θεμελιώδεις αλλαγές που επιφέρει η διαδικτύωση στη σύγχρονη κοινωνία.
1) Η δικτυακή κοινωνία εκτείνεται σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή είναι η διαρθρωτική βάση για την παγκοσμιοποίηση, που τα χαρακτηριστικά της εξηγεί η δικτυακή λογική: Τα δίκτυα επικοινωνούν και ταυτόχρονα δεν επικοινωνούν. Έτσι, ούτε όλα τα εδάφη ούτε όλοι οι άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι σ’ αυτή τη δικτυακή κοινωνία. Όλες όμως οι χώρες επηρεάζονται, διαμορφώνονται και εν τέλει κυριαρχούνται από τη λογική, τα συμφέροντα και τις διαμάχες της δικτυακής κοινωνίας.
2) Οι δικτυωμένες οργανώσεις υπερνικούν όλες τις άλλες μορφές οργάνωσης, ιδιαίτερα τις κάθετες, άκαμπτες γραφειοκρατίες εντολής -και-ελέγχου. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις, για παράδειγμα, ζούμε σε ένα κόσμο συγχωνεύσεων και συσσωματώσεων, αλλά επιτυχημένες εταιρείες είναι εκείνες που βασίζονται σε δίκτυα και ευέλικτες συνεργασίες.
3)
4) Τέταρτον, η κοινωνία πολιτών αναδομείται σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο μέσω δικτύων ακτιβιστών, που συχνά οργανώνονται και συζητιούνται στο Διαδίκτυο, διαμορφώνονται και ανασχεδιάζονται ανάλογα με τα θέματα, τα γεγονότα, τις διαθέσεις, τις κουλτούρες.
5) Πέμπτον, η κοινωνικότητα μετασχηματίζεται στο νέο ιστορικό πλαίσιο, με τον δικτυωμένο ατομισμό να αναδύεται ως σύνθεση μεταξύ της επιβεβαίωσης μιας ατομοκεντρικής κουλτούρας και της ανάγκης και επιθυμίας για κοινό βίο και εμπειρία.
6) Ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών πρακτικών, παγκόσμιων και τοπικών, επικοινωνεί στο χώρο των μέσων. Τα μέσα, με την ευρεία έννοια, είναι ο δημόσιος χώρος της εποχής μας: Ο χώρος στον οποίο, και μέσω του οποίου, οι κοινωνίες υπάρχουν ως κοινωνικές μορφές συμμερισμένης και συλλογικής εμπειρίας.
7) Τέλος, σύμφωνα με τον Κάστελς (2005), σήμερα, η ισχύς δεν εδρεύει στους θε-σμούς, ούτε ακόμη και στο κράτος ή στις μεγάλες επιχειρήσεις. Είναι εγκατεστημένη στα δίκτυα που δομούν την κοινωνία. Για παράδειγμα, στη σύνδεση μεταξύ μέσων και πολιτικού συστήματος ή μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών και ρυθμιστικών αρχών. Ή μεταξύ της οικονομίας του εγκλήματος και των ίδιων χρηματοπιστωτικών αγορών. Ή μεταξύ θρησκευτικών μηχανισμών και κυβερνητικών ηγετών κ.α.
Έτσι η αντίθεση σε δίκτυα εξουσίας και στις διασυνδέσεις τους απαιτεί τη συγκρότηση εναλλακτικών δικτύων. Δηλαδή δικτύων εναντίων άλλων δικτύων. Δικτύων που διαρρηγνύουν ορισμένες διασυνδέσεις και εγκαθιδρύουν νέες, όπως η αποσύνδεση των πολιτικών θεσμών από τα κυριαρχούμενα από τις επιχειρήσεις μέσα και η επανασύνδεσή τους με την κοινωνία πολιτών μέσω οριζόντιων επικοινωνιακών δικτύων.
Από την άλλη, διατυπώνονται ανησυχίες για ενδεχόμενους κινδύνους από τη χρήση ή κατάχρηση του Διαδικτύου. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός των πληροφοριών (information overload) δημιουργεί την ανάγκη για κριτήρια διαχωρισμού της έγκυρης πληροφορίας από την αναξιόπιστη, πεπαλαιωμένη, ανακριβή πληροφορία. Την ίδια στιγμή, διατυπώνονται και ανησυχίες για την έκθεση των ανθρώπων στον πληθωρισμό της πληροφορίας. Η ανησυχία αυτή είχε διατυπωθεί από τον Herbert Simon πριν από 40 έτη: ”Το τι καταναλώνει η πληροφορία είναι μάλλον προφανές: Καταναλώνει την προσοχή των αποδεκτών της. Συνεπώς η πληθώρα πληροφοριών επιφέρει φτωχή προσοχή και την ανάγκη να κατανεμηθεί η προσοχή αυτή αποτελεσματικά απέναντι στην υπερπροσφορά πληροφοριακών πηγών που μπορούν να την καταναλώσουν” (Simon, 1971). Σήμερα, διαπιστώνεται αυξανόμενος αριθμός παιδιών με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, (Attention Deficit Hyperactivity Disorder, ADHD, Carr, 2010). Ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας διατυπώνει τον προβληματισμό του για το εάν η αυξανόμενη έκθεση σε ποικιλία μέσων, ευθύνεται για την εξέλιξη αυτή (Carr, 2010). Αν και δεν υπάρχουν στιβαρά ερευνητικά δεδομένα για να επιβεβαιώσουν την άποψη αυτή, άλλοι ερευνητές διατυπώνουν την άποψη ότι ίσως μέρος του προβλήματος αποτελεί το σχολείο με τη σχετικά πεπαλαιωμένη δομή του σε σχέση με την εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον των μαθητών (Prensky, 2001, Gee, 2005). Σε κάθε περίπτωση η ανάπτυξη κατάλληλων εργαλείων, που θα επιτρέπουν στους χρήστες να καθορίσουν µε ακρίβεια τις προδιαγραφές των ζητούμενων γνωστικών αντικειμένων και εννοιών και η διαδικασία συγκερασμού διαθέσιμου υλικού με τρόπο που έχει νόημα και εξυπηρετεί τις προσδοκίες του, θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα στη διάδοση και απόκτηση σύγχρονων επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι τεχνολογίες που ομαδοποιούνται κάτω από την έννοια σημασιολογικός ιστός (Berners-Lee, Hendler & Lassila, 2001).
Την ίδια στιγμή, σε ένα περιβάλλον παροχής πληθώρας πληροφοριών, συχνά οι χρήστες δεν αντιλαμβάνονται τη συζήτηση για τα πνευματικά δικαιώματα. Σε σχετική έρευνα των Chou, Chan & Wu (2007) διαπιστώθηκαν κύρια οι εξής παρανοήσεις: 1) Το περιεχόμενο που παρέχεται στο Διαδίκτυο μπορεί να χρησιμοποιηθεί (και να οικειοποιηθεί σε προσωπικές εργασίες) από τον οιοδήποτε χωρίς περιορισμό 2) Στο Διαδίκτυο υπάρχει πλήρης ελευθερία για οιαδήποτε ενέργεια 3) κάθε εκπαιδευτικός σκοπός επιτρέπει τη χρήση του Διαδικτύου με οιοδήποτε τρόπο και συνεπώς αυτή καθίσταται αυτομάτως νόμιμη.
Συνέπεια των παραπάνω αντιλήψεων είναι οι μαθητές να αντιγράφουν περιεχόμενο και να το παρουσιάζουν ως δική τους δημιουργία, να μεταφορτώνουν μουσική και ταινίες ή να τις αναρτούν σε σχετικές υπηρεσίες χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι συνιστούν (τουλάχιστον με το υπάρχον πλαίσιο) παραβατικές συμπεριφορές. Συνεπώς είναι σημαντικό να αναγνωριστούν και να παρουσιαστούν στους μαθητές τα όρια και τα δικαιώματα χρήσης και των σχετικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, οι μαθητές θα πρέπει να κατανοούν ότι θα πρέπει να υπάρχει σαφής αναφορά σε όποια πληροφορία δεν έχει δημιουργηθεί από αυτούς, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις που χρησιμοποιούν μέσα όπως Εικόνες, Video, μουσική κλπ θα πρέπει να έχουν ζητήσει προηγουμένως άδεια από το δημιουργό εκτός αν ρητά αναφέρεται κάτι αντίθετο (ή το περιεχόμενο παρέχεται με άδειες χρήσης συγκεκριμένων δικαιωμάτων πχ Creative Commons (http://creativecommons.org/ ).
Διαφοροποιήσεις όμως διαπιστώνονται και σε προσωπικό επίπεδο. Το αίσθημα μοναξιάς που συχνά χαρακτηρίζει τις συγκεντρωμένες σε πόλεις, δυτικές κοινωνίες και η θεμελιώδης ανάγκη επικοινωνίας του ανθρώπου, φαίνεται να βρίσκουν διέξοδο με τη διαμεσολάβηση των δικτυωμένων υπολογιστών. Όπως παρατηρεί η Turkle, «οι υπολογιστές προσφέρουν την ψευδαίσθηση της συντροφικότητας χωρίς τις απαιτήσεις της φιλίας» (Turkle, 2005). Αν και ο όρος «συντροφικότητα» δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την άμεση επικοινωνία, ωστόσο είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα είδος οικειότητας ανάμεσα σε χρήστες των chat rooms που επικοινωνούν μεταξύ τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Διαδίκτυο επιβάλλει τους δικούς του κανόνες, αξίες και σημεία και όσοι τα μοιράζονται, συμμετέχουν σε έναν ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας ανάλογα με την ομάδα συνομιλίας. Η απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας και η ανωνυμία των chat rooms συνεπάγονται τη χαλάρωση των κοινωνικών κανόνων και περιορισμών και δίνουν στα άτομα την ελευθερία να εκφράσουν σεξουαλικές παρορμήσεις που στην κοινωνική τους ζωή θα συνοδεύονταν από το φόβο της απόρριψης ή του στιγματισμού. Επιπλέον, τα άτομα που νιώθουν λιγότερο επιθυμητά, μπορούν να βρουν στο Διαδίκτυο πιο εύκολα ναρκισσιστική επιβεβαίωση παρουσιάζοντας μια νέα ταυτότητα. Σταδιακά αναπτύσσονται ανάμεσα στους τακτικούς χρήστες αισθήματα συντροφικότητας, κατανόησης ή και φλερτ. Οι σχέσεις που δημιουργούνται και παραμένουν διαδικτυακές, δεν φαίνεται να μπορούν να αντικαταστήσουν μακροπρόθεσμα τις πραγματικές διαπροσωπικές σχέσεις.
Οι διαδικτυακές κοινότητες των chat rooms βασίζονται στη δημιουργία τους πάντα σε ανθρώπινες ανάγκες και ο γραπτός λόγος έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει συναισθήματα θετικά ή αρνητικά ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, οι δεσμοί μεταξύ των χρηστών δημιουργούνται πολύ γρήγορα καθώς στο Διαδίκτυο δεν υπάρχουν κανόνες ευγένειας ή διακριτικότητας και από τις πρώτες συνομιλίες μπορεί να τεθούν και να απαντηθούν προσωπικές ερωτήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, οι ομάδες αναπτύσσουν στενούς δεσμούς μεταξύ τους και η ανταλλαγή λέξεων αποκτά μια βαθιά ψυχολογική σημασία.
Τα chat rooms δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να δημιουργήσουν ταυτότητες με τις οποίες πειραματίζονται και είναι συνήθως εντελώς διαφορετικές από τις πραγματικές (Turkle, 1997). Το άτομο μπορεί να υιοθετήσει ένα ρόλο παράδοξο σε σχέση με την καθημερινή του ζωή, επιτρέποντας στον εαυτό του ένα «διασκεδαστικό» διάλειμμα από τις ευθύνες και τα καθημερινά άγχη. Η επινόηση όμως μιας νέας προσωπικότητας απαντά και σε ασυνείδητες ανάγκες, όπως στη δημιουργία του «ιδανικού εαυτού», ιδιαίτερα όταν υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ουσιαστικά, οι χρήστες εργαλείων συνομιλίας του Διαδικτύου εκφράζουν συχνά τις απωθημένες ή καταπιεσμένες πλευρές της προσωπικότητάς τους και βιώνουν εμπειρίες αναγνώρισης και δύναμης. Μπορούν ακόμη να παίξουν ρόλους τους οποίους φοβούνται ή απεχθάνονται να αντιμετωπίσουν συνειδητά.
Η τρέχουσα εκπαιδευτική πρακτική εστιάζει σε μια καθοδηγούμενη από το διδάσκοντα διαδικασία, αλλά οι απαιτούμενες δεξιότητες του 21ου αιώνα εστιάζουν σε υψηλότερου επιπέδου νοητικές διαδικασίες, δυνατότητες αξιοποίησης της τεχνολογίας, προσαρμογή σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον (Solomon & Schrum, 2007). Επομένως η πρόκληση για την εκπαίδευση σήμερα είναι να ανακαλύψει διδακτικές πρακτικές με τη χρήση σύγχρονων υπηρεσιών Web 2.0 που οδηγούν σε βαθύτερη κατανόηση και μάθηση καθώς επίσης και αυξημένη συμμετοχή των μαθητών, σε ένα πλαίσιο αναστοχασμού, συνεργασίας, αλληλεπίδρασης, επικοινωνίας και εφαρμογής που διαμεσολαβείται από υπηρεσίες του Παγκόσμιου Ιστού (Richardson, 2006).
Προσεγγίσεις όπως ο συνδεσιασμός (connectivism, Siemens, 2005) επιχειρούν να εξηγήσουν ποιες είναι διαδικασίες μάθησης σε ένα τεχνολογικά διαμεσολαβούμενο δικτυωμένο περιβάλλον. Ο συνδεσιασμός επιχειρεί να επεκτείνει τις αρχές του κοινωνικού οικοδομισμού και της θεωρίας της δραστηριότητας, συμπεριλαμβάνοντας την τρέχουσα δικτυακή πραγματικότητα. Εκτιμά ότι η γνώση εμπεριέχεται στη διασυνδεδεμένη ποικιλία προσεγγίσεων και απόψεων και ότι η μάθηση έγκειται στη διαδικασία σύνδεσης με αυτή. Από την άποψη αυτή η γνώση εμπεριέχεται και σε τεχνολογικές εφαρμογές όπως ένα δίκτυο ή μια βάση δεδομένων. Συνεπώς η μάθηση δεν λαμβάνει χώρα μόνο μέσω της κλασσικής διδασκαλίας αλλά θα πρέπει να συμπεριλάβει και άλλες μορφές όπως η διαδικτυακή επικοινωνία, ιστολόγια, wiki, αναζήτηση στο Διαδίκτυο κ.α.
Οι μαθητές σήμερα σύμφωνα με τον Tapscott (2008) επιθυμούν αυτονομία στις επιλογές τους και στην έκφρασή τους, τη δυνατότητα να προσωποποιήσουν τα αντικείμενα που χειρίζονται, κοινωνική αλληλεπίδραση, παιχνίδι και ψυχαγωγία, επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο και πρόσβαση σε υψηλές ταχύτητες και καινοτομικές εμπειρίες και πλατφόρμες. Διαπιστώνεται όμως συχνά (Levin et al., 2002) ότι οι διδάσκοντες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους μαθητές τους στο ρυθμό και στις ικανότητες πρόσκτησης δεξιοτήτων Web 2.0. Σύμφωνα με τον Pink (2009) τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα ασκούν σημαντική επιρροή στους ανθρώπους γιατί υποστηρίζουν ισότιμα τις 3 θεμελιώδεις ανάγκες τους, όπως αυτές προσδιορίζονται από τη θεωρία αυτοκαθορισμού (Self Determination Theory, Deci & Ryan, 1985): επάρκεια, αυτονομία, συσχέτιση. Σύμφωνα με την SDT, οι άνθρωποι εμπλέκονται σε μια δραστηριότητα των οποίων η ολοκλήρωση παρέχει την αίσθηση επάρκειας σε αυτούς, τους επιτρέπει την ανάληψη ευθύνης και την πρωτοβουλία και τους παρέχει ευκαιρίες συσχέτισης με άλλους ανθρώπους. Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι οι δραστηριότητες συμμετοχής σε ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα και υπηρεσίες Web 2.0 υποστηρίζουν σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες αυτές.

[1] http://www.useit.com/alertbox/participation_inequality.html

Παρουσίαση